μύσαγμα

μύσαγμα
μύσαγμα, τὸ (Α)
μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ- τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. -μα (πρβλ. πράττω - πράγμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μύσαγμα — nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαγμάτων — μύσαγμα gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσάττομαι — (Α) αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μυσ ακ jομαι < θ. μυσ τού μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με εκφραστική παρέκταση ακ. Ο χαρακτήρας κ τού θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα τού ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά… …   Dictionary of Greek

  • μυσπίην — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυχοισμόν, μύσαγμα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”